Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Η «ποσοτική χαλάρωση» όχι μόνο δεν θα βοηθήσει, αντίθετα θα επιδεινώσει την κατάσταση.

Του Δημήτρη Καζάκη

Σύμφωνα με ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τη Δευτέρα 29 Μαΐου η Ελλάδα προς το παρών δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης». Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στη συμμετοχή της Ελλάδας σ’ αυτό το πρόγραμμα. Θεωρεί ότι με τη συμμετοχή της θα μπορέσει επιτέλους ν’ ανοίξουν οι τράπεζες, αλλά και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών. Ότι κι αν σημαίνει αυτή η λογική, που αφετηρία της δεν έχει την πραγματικότητα, αλλά τα ήθη, την ηθική και τα έθιμα των τζογαδόρων.
Ας δούμε λοιπόν τι είναι αυτή η «ποσοτική χαλάρωση». Πρόκειται για ένα πρόγραμμα δημιουργία επιπλέον χρήματος από την ΕΚΤ. Το χρήμα αυτό δημιουργείται με την αγορά ομολόγων και γενικά πιστωτικών τίτλων από την ΕΚΤ. Με ποιόν σκοπό; Το πρόγραμμα αγοράς πιστωτικών τίτλων (APP) περιλαμβάνει όλα τα προγράμματα αγοράς, στα οποία αγοράζονται τίτλοι του ιδιωτικού τομέα και του δημόσιου τομέα για την αντιμετώπιση υποτίθεται των κινδύνων μιας πολύ παρατεταμένης περιόδου χαμηλού πληθωρισμού. Αυτή τη στιγμή αποτελείται από τα εξής προγράμματα:
1. Το τρίτο πρόγραμμα αγοράς καλυμμένων ομολογιών (CBPP3). Στις 20 Οκτωβρίου 2014, το Ευρωσύστημα άρχισε να αγοράζει καλυμμένα ομόλογα βάσει ενός τρίτου προγράμματος αγοράς.
2. Το πρόγραμμα αγοράς τίτλων που υποστηρίζονται από περιουσιακά στοιχεία (ABSPP). Το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε στις 21 Νοεμβρίου 2014. Το ABSPP βοηθά τις τράπεζες να διαφοροποιήσουν τις πηγές χρηματοδότησης και να εκδίδουν νέους τίτλους. Τέτοιοι τίτλοι για παράδειγμα είναι τα τιτλοποιημένα δάνεια και η πώλησή τους.
3. Πρόγραμμα αγοράς τίτλων δημοσίου τομέα (PSPP). Στις 9 Μαρτίου 2015 το Ευρωσύστημα άρχισε να αγοράζει τίτλους δημοσίου τομέα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς δημοσίου τομέα (PSPP). Οι τίτλοι που καλύπτονται από το PSPP περιλαμβάνουν: α) ονομαστικά και συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό κεντρικά κρατικά ομόλογα · β) ομόλογα που εκδίδονται από αναγνωρισμένους οργανισμούς, περιφερειακές και τοπικές κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμούς και πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης που βρίσκονται στη ζώνη του ευρώ. Το Ευρωσύστημα σκοπεύει να διαθέσει το 90% των συνολικών αγορών σε κρατικά ομόλογα και αναγνωρισμένους οργανισμούς και το 10% σε τίτλους που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς και πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες (από το Μάρτιο του 2015 έως τον Μάρτιο του 2016, τα στοιχεία αυτά ήταν 88% και 12% αντίστοιχα).
4. Πρόγραμμα αγοράς εταιρικού τομέα (CSPP). Το Ευρωσύστημα άρχισε να αγοράζει ομόλογα εταιρικού τομέα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς εταιρικού τομέα (CSPP) στις 8 Ιουνίου 2016.
Οι μηνιαίες καθαρές αγορές σε τίτλους του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα ανέρχονται σε 60 δις ευρώ κατά μέσο όρο. Προβλέπεται να συνεχίσουν μέχρι τα τέλη του 2017 και βλέπουμε. Από τον Απρίλιο του 2016 έως τον Μάρτιο του 2017 ο μέσος μηνιαίος ρυθμός ανέβηκε στα 80 δις ευρώ από 60 δις ευρώ της περιόδου Μαρτίου 2015 έως Μαρτίου του 2016.
Τον Απρίλιο 2017 η ΕΚΤ διαθέτει χαρτοφυλάκιο αγορασμένων τίτλων συνολικής αξίας άνω των 1,8 τρις ευρώ.
Χαρτοφυλάκιο
σε εκατ. ευρώ ABSPP CBPP3 CSPP PSPP Σύνολο
Απρίλιος 2017 23.782 216.374 82.262 1.511.963 1.834.381
Τι θέλει να πετύχει με τον τρόπο αυτό η ΕΚΤ; Ας δούμε τι ισχυρίζεται η ίδια.
1. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγοράζει ομολογίες από τράπεζες.
2. Αυτό αυξάνει την τιμή αυτών των ομολόγων και δημιουργεί χρήμα για το τραπεζικό σύστημα.
3. Κατά συνέπεια, ένα ευρύ φάσμα επιτοκίων μειώνεται και τα δάνεια γίνονται φθηνότερα.
4. Οι επιχειρήσεις και οι άνθρωποι είναι σε θέση να δανειστούν περισσότερα και να δαπανούν λιγότερα για να εξοφλήσουν τα χρέη τους.
5. Ως αποτέλεσμα, η κατανάλωση και οι επενδύσεις ενισχύονται.
6. Η αύξηση της κατανάλωσης και η αύξηση των επενδύσεων στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
7. Καθώς οι τιμές αυξάνονται, η ΕΚΤ επιτυγχάνει πληθωρισμό κάτω από, αλλά κοντά στο 2%, μεσοπρόθεσμα.
Με τον τρόπο αυτό η ΕΚΤ χρησιμοποιεί την αύξηση του ενεργητικού της για να δημιουργήσει πρόσθετο χρήμα για τις τράπεζες, αλλά και δευτερεύοντος για τις πολυεθνικές. Με το πρόγραμμα αγοράς εταιρικού τομέα (CSPP) η ΕΚΤ αγοράζει πιστωτικούς τίτλους από την VW και άλλες – κυρίως Γερμανικές – πολυεθνικές, προκειμένου να τις στηρίξει έναντι του ανταγωνισμού. Κατά τ’ άλλα ο υγιής ανταγωνισμός χωρίς ενισχύσεις, επαναλαμβάνεται εν είδη θρησκευτικού Credo σε μια Ένωση που δεν διστάζει να εφαρμόσει τέτοια προγράμματα χρηματοδότησης.
Το αποτέλεσμα είναι το ενεργητικό της ΕΚΤ ως % του ΑΕΠ να εκτοξευτεί σε πρωτοφανή ύψη με το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης». Αισίως το 2016 έφτασε να αντιστοιχεί στο 34,1% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια πάνω από το 1/3 του ΑΕΠ της ευρωζώνης χρηματοδοτείται απευθείας από την ΕΚΤ. Κι έχουν το θράσος τα επιτελεία της να μιλάνε για άνοδο του ΑΕΠ!
Φυσικά προκειμένου να μην καταρρεύσει το ευρωσύστημα, τι θα γίνει; Θα πρέπει να μετασχηματιστεί το υπερβάλλον ενεργητικό της ΕΚΤ σε νέο χρέος για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τα κράτη. Κι όλα αυτά προς το συμφέρον πρώτα και κύρια των τραπεζών και των κερδοσκόπων στις χρηματαγορές.
Ωστόσο ο μύθος που συνοδεύει την «ποσοτική χαλάρωση», είναι σίγουρο ότι θα επαναλαμβάνεται από όλους τους εντεταλμένους, έτσι ώστε ο ανόητος κι ο δειλός να νομίζει ότι βρέθηκε η «λύση» για τα δικά του προβλήματα. Για τα προβλήματα της δουλειάς και της πραγματικής οικονομίας.
Και λέμε μύθος γιατί πολύ απλά δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Γιατί δεν έχει; Όπως εξηγεί ο Paul Gambles, διευθύνων σύμβουλος του MBMG Group στο CNBC (Τετάρτη, 7 Μαΐου 2014) «… η θεωρία ακούγεται ωραία. Ωστόσο, έχει ένα μικρό ελάττωμα. Πρόκειται για ανοησίες… (διότι) στην πράξη, σε μια οικονομία με κινητήρια δύναμη την πίστωση, η διαδικασία είναι ακριβώς αντίστροφη. Η πίστωση που υποστηρίζει την οικονομική δραστηριότητα δεν δημιουργείται από την παροχή μεγάλων καταθέσεων, οι οποίες στη συνέχεια επιτρέπουν στις τράπεζες να δανείζουν. Αντίθετα, είναι η ζήτηση για πίστωση από τους δανειολήπτες που δημιουργεί δάνεια από τράπεζες οι οποίες στη συνέχεια καταβάλλουν στους αποδέκτες, οι οποίοι με τη σειρά τα καταθέτουν στις τράπεζες. Τα δάνεια δημιουργούν καταθέσεις, όχι το αντίστροφο.»
Με απλά λόγια, η «ποσοτική χαλάρωση» στηρίζεται στην εξής και απόλυτα διαβλητή λογική: Η κεντρική τράπεζα δημιουργεί χρήμα για τις τράπεζες μέσω της αγοράς ομολόγων από αυτές. Με σκοπό να ενισχυθεί – υποτίθεται – το διαθέσιμο χρήμα στις τράπεζες κι αυτές με τη σειρά τους να αυξήσουν το δανεισμό.
Το ερώτημα βέβαια πού προκύπτει αβίαστα είναι γιατί οι τράπεζες να διαθέσουν το πρόσθετο χρήμα σε δανεισμό όταν οι επισφάλειες και τα κόκκινα δάνεια αυξάνουν ραγδαία; Γιατί να δανείσουν όταν με την «ποσοτική χαλάρωση» η αγορά ομολόγων κι άλλων πιστωτικών τίτλων γίνεται πιο ελκυστική γι’ αυτές.
Και βέβαια πώς είναι δυνατόν να έχουμε μεσομακροπρόθεσμη αύξηση της κατανάλωσης, της απασχόλησης και των επενδύσεων, όταν ο τρέχον δανεισμός από τις τράπεζες πηγαίνει – ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του – στην εξυπηρέτηση παλιότερου χρέους; Σε μια οικονομία που πνίγεται στο χρέος, πρέπει να είσαι τρελός για να θεωρείς ότι η λύση είναι περισσότερο χρέος. Τρελός, ή αδίστακτος, όσο ο ένας επαγγελματίας δολοφόνος.
Κι όμως αυτή η παραφροσύνη προτείνεται ως «λύση» μόνο και μόνο επειδή συμφέρει τις τράπεζες και τους κερδοσκόπους των χρηματαγορών. Τι άλλο θα δούμε, Θεέ μου, μ’ αυτούς που μπλέξαμε.